βασίλευμα
Смотреть что такое "βασίλευμα" в других словарях:
βασίλεμα — το (Μ βασίλευμα) (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύση, γέρμα νεοελλ. 1. το έσχατο σημείο, το τέλος 2. φρ. «βασίλεμα των ματιών» η απώλεια της ζωηρότητας των ματιών από νύστα ή αρρώστια … Dictionary of Greek